shut out



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shut [sb/sth] out vtr phrasal sep (leave outside)κλείνω κπ/κτ έξω ρ μ + επίρ
 Nancy always shuts the cat out at night.
 Η Νάνση πάντα κλείνει την γάτα έξω τη νύχτα.
shut [sb/sth] out vtr phrasal sep informal, figurative (not listen) (μεταφορικά)κλείνω τα αυτιά μου σε κτ έκφρ
  δεν ακούω περίφρ
 Brian shut out what Kate was saying; he didn't want to know.
 Ο Μπράιαν δεν άκουγε τι έλεγε η Κέιτ· δεν ήθελε να ξέρει.
shut [sth] out vtr phrasal sep (sound, sight: block)διώχνω, απομακρύνω ρ μ
  (εικόνα)σβήνω ρ μ
  σιγάζω
 Lauren tried to shut out the images in her mind.
 Η Λόρεν προσπάθησε να σβήσει τις εικόνες από το μυαλό της.
shut [sb/sth] out vtr phrasal sep figurative (person: exclude)αποκλείω ρ μ
  (μεταφορικά)αφήνω απέξω περίφρ
 The most exclusive sorority on campus usually shuts out most applicants.
 Η πιο πριβέ αδελφότητα στην πανεπιστημιούπολη συνήθως αποκλείει τους περισσότερους υποψηφίους.
shut [sb/sth] out vtr phrasal sep US (team: prevent scoring)μπλοκάρω ρ μ
  εμποδίζω κπ/κτ να σκοράρει περίφρ
 The team's failure to shut the opposition out was extremely worrying.
 Η αποτυχία της ομάδας να μπλοκάρει τους αντιπάλους ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'shut out' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shut out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shut out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!